αμίνες

αμίνες
Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές εκείνες που περιέχουν αλκυλικές ρίζες, αρωματικές εκείνες που περιέχουν αρωματικές ρίζες, και μεικτές εκείνες που περιέχουν ρίζες και των δύο τύπων. Οι α. είναι υγρά σώματα, εκτός από τη μεθυλαμίνη που είναι αέρια. Οι τρεις τύποι των α. διακρίνονται μεταξύ τους από τη συμπεριφορά τους με το νιτρώδες οξύ: οι πρωτοταγείς α. αντιδρούν με το νιτρώδες οξύ με απόσπαση του αζώτου και σχηματίζουν πρωτοταγείς αλκοόλες· οι δευτεροταγείς α. μετατρέπονται σε νιτροδαμίνες, ενώσεις κίτρινου χρώματος που είναι αδιάλυτες στο νερό, και με θέρμανση υδροχλωρικού οξέος ξαναδίνουν αμίνη· οι τριτοταγείς α. δεν αντιδρούν με νιτρώδες παρά μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Μία μέθοδος παρασκευής α., που έχει μεγάλη εφαρμογή και δίνει καθαρά προϊόντα, είναι η λεγόμενη αποικοδόμηση κατά Χόφμαν (βλ. λ. αμίδια). Μερικές α. έχουν βασικό χαρακτήρα πιο ισχυρό από αυτόν της αμμωνίας. Δίνουν άλατα με ισχυρά οξέα, π.χ. με υδροχλωρικό ή θειικό οξύ. Άλατα καλά κρυσταλλούμενα λαμβάνονται με την επίδραση χλωρολευκοχρυσικού οξέος. Οι α. βρίσκονται στη φύση με μορφή ενώσεων που περιέχουν περισσότερες από μία αμινομάδα (διπολυαμίνες). Είναι υγρά ισχυρά βασικά, διαλυτά στο νερό, που σχηματίζουν άλατα μονο- ή δι- όξινα. Η τετραμεθυλενοδιαμίνη και η πενταμεθυλενοδιαμίνη, γνωστές αντίστοιχα ως πουτρεσκίνη και καδαβερίνη, αποτελούν μέρος των πτωμαϊνών και ανευρίσκονται στα αποσυντεθειμένα κρέατα. Οι πολυαμίνες παρασκευάζονται συνθετικά και έχουν μεγάλη σημασία στη βιομηχανία. Η εξαμεθυλενοδιαμίνη χρησιμοποιείται στην παρασκευή του νάιλον και η εξαμεθυλενοτετραμίνη χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική με το όνομα ουροτροπίνη. Μεγάλη βιολογική σημασία έχουν οι αμινοαλκοόλες (α. στις οποίες βρίσκεται και μια αλκοολική ομάδα, υδροξύλιο) και ιδιαίτερα τα αμινοξέα. Μεταξύ των πρώτων, οι πιο γνωστές που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία είναι η μονοαιθανολαμίνη NH2CH2CH2OH, η διαιθανολαμίνη ΝΗ (CH2CH2OH)2 και η τριαιθανολαμίνη N(CH2CH2OH)3 Οι αρωματικές α. διακρίνονται σε δύο τύπους: εκείνες που περιέχουν την ομάδα –NH2 ενωμένη με άνθρακα του πυρήνα, όπως π.χ. η ανιλίνη, και εκείνες που περιέχουν την αμινική ομάδα σε πλευρική αλυσίδα, όπως η βενζυλαμίνη. Οι τελευταίες έχουν συμπεριφορά πανομοιότυπη με αυτή των αλειφατικών α. (ανοικτή αλυσίδα). Οι πρωτοταγείς και δευτεροταγείς α. μπορούν να αλκυλιωθούν σε τριτοταγείς, οι οποίες με επιπλέον αλκυλίωση με αλογονούχα και θειούχα αλκύλια, μετασχηματίζονται σε τεταρτοταγή άλατα αμμωνίου: R -ΝΗ2 + 3CH3Cl → [R-N(CH3)3]Cl+2HCl Οι πρωτοταγείς αρωματικές α. αντιδρούν με νιτρώδες άλας σε περιβάλλον όξινο και δίνουν τα αντίστοιχα άλατα του διαζωνίου. Αυτή η αντίδραση λέγεται διαζώτωση και είναι βασικής σημασίας για τη σύνθεση των οργανικών χρωμάτων. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για να εισαχθεί μια αμινική ομάδα σε μια οργανική ένωση (αμίνωση, γιατί οι συνθήκες μεταβάλλονται σημαντικά, ανάλογα με την α. που πρέπει να πάρουμε): 1) Αναγωγή των νιτρο-, νιτροδω- και υδραζο- ενώσεων. 2) Αμμωνιόλυση (δράση της αμμωνίας σε ευκίνητες νιτροομάδες, σουλφονικές ομάδες, υδροξυλικές, καρβοξυλικές ή άτομα αλογόνου). 3) Αναγωγή των νιτριλίων. 4) Ενδομοριακές μεταθέσεις του υδραζωβενζολίου και παραγώγων της υδροξυλαμίνης. Οι μέθοδοι 1 και 2 εφαρμόζονται συνηθέστατα για την αρωματική σειρά· η μέθοδος 3 για την αλειφατική σειρά. Σε μερικές περιπτώσεις η αμινική ομάδα μπορεί να εισαχθεί απευθείας με υδροξυλαμίνη σε διάλυμα θειικού οξέος. Τέλος, μερικές α. μπορούν να παρασκευαστούν με μετατροπές καρβονυλικών ενώσεων ή με προσθήκη αμμωνίας σε αλκυλενικούς δεσμούς. Οι πρωτοταγείς αμίνες σχηματίζονται με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου της αμμωνίας από ένα αλκύλιο και απομάκρυνση ενός μορίου νερού (Η2Ο). Οι δευτεροταγείς αμίνες σχηματίζονται με την αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου από δύο αλκύλια και με την απομάκρυνση δύο μορίων νερού. Οι τριτοταγείς αμίνες σχηματίζονται με την αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου και απομάκρυνση τριών μορίων νερού.
* * *
οι Χημ.
οργανικές ενώσεις που προέρχονται από την αμμωνία με τηναντικατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου από υδρογοανθρακικές ρίζες [αλκύλια (R) ή αρύλια (Αr)].
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amines < am[monium] (πρβλ. αμμώνιο) + κατάλ. -ines, πληθ. τού -ine (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωαμίνες — οι συνώνυμο τών βιταμινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < ζω(ο) (Ι)* + αμίνες < αγγλ. amines < am[monium] (πρβλ. αμμώνιο), βλ. αμίνες] …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αμίδια — Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή,… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • θειαμινάση — η (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει τη μετατροπή τής θειαμίνης ή βιταμίνης B1 προς πυραμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiaminase < thi (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + aminase < amin (βλ. λ. αμίνες) + ase (κατ… …   Dictionary of Greek

  • κοβαλτιαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού τρισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobaltiamines < cobalti (πρβλ. κοβάλτιο) + amines (πρβλ. αμίνες)] …   Dictionary of Greek

  • κοβαλτοαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού δισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cobaltoamines < cobalt (πρβλ. κοβάλτιο) + συνδετικό φωνήεν ο + amines (πρβλ. αμίνες)] …   Dictionary of Greek

  • μεσκαλίνη — η χημ. αλκαλοειδές που ανήκει στις φαινυλ αλκοϋλ αμίνες, απαντά στον κάκτο πεγιότ τού Μεξικού και τών νότιων ΗΠΑ και που η παραισθησιογόνα δράση του προκαλεί συνήθως σωματικά και ψυχικά συμπτώματα καθώς και διαταραχές τών αισθήσεων …   Dictionary of Greek

  • νιτρωδαμίνη — η χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που προκύπτουν από την επίδραση τού νιτρώδους οξέος σε δευτεροταγείς αμίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrosamine. Το α συνθετικὸ τού ελλ. όρου έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ουροτροπίνη — Ονομασία με την οποία δηλώνεται στη φαρμακολογία η εξαμεθυλενοτετραμίνη, οργανική ένωση, χημικού τύπου (CH^6N4 στο μόριό της περιέχει έξι μεθυλικές ρίζες (= CHz) που συνδέονται με τέσσερα άτομα αζώτου. Την παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Μπούτλερωφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”